- αελλόπος
- ἀελλόπος (-ποδός), ο, ηομηρικός τύπος αντί ἀελλόπους (όπως ἀρτίπος, οἰδίπος κ.λπ.) (Α)αυτός που είναι γρήγορος στα πόδια σαν τη θύελλα, ταχύπους, γοργοπόδαρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄελλα + πούςο σχηματισμός σε -πος κατά την αιτ. πόδα, πρβλ. μτγν. τ. ἀελλοπόδης].
Dictionary of Greek. 2013.